- ένθλιψη
- [-ις (-εως)] η вминание, вдавливание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ένθλιψη — η (Α ἔνθλιψις) [ενθλιβω] η ενέργεια τού ενθλίβω, πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη νεοελλ. ιατρ. ειδική μάλαξη κατά την οποία γίνεται απλή πίεση πάνω στο δέρμα με την εσωτερική επιφάνεια τών δακτύλων ή με όλη την παλάμη … Dictionary of Greek
ενθλιπτικώς — ἐνθλιπτικῶς (Α) [ενθλίβω] επίρρ. με ένθλιψη, με συμπίεση … Dictionary of Greek