ένθλιψη

ένθλιψη
[-ις (-εως)] η вминание, вдавливание

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ένθλιψη" в других словарях:

  • ένθλιψη — η (Α ἔνθλιψις) [ενθλιβω] η ενέργεια τού ενθλίβω, πίεση, συμπίεση, σύνθλιψη νεοελλ. ιατρ. ειδική μάλαξη κατά την οποία γίνεται απλή πίεση πάνω στο δέρμα με την εσωτερική επιφάνεια τών δακτύλων ή με όλη την παλάμη …   Dictionary of Greek

  • ενθλιπτικώς — ἐνθλιπτικῶς (Α) [ενθλίβω] επίρρ. με ένθλιψη, με συμπίεση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»